περιπετείας

περιπετείας
περιπετείᾱς , περιπέτεια
turning right about
fem acc pl
περιπετείᾱς , περιπέτεια
turning right about
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • συγκύρησις — και πιθ. σύγκυρσις, ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)] 1. συγκυρία 2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • τσάρκα — η, Ν 1. περίπατος, βόλτα («κάναμε μια τσάρκα στα περίχωρα») 2. αναζήτηση, έρευνα 3. (για ζώο) επιδρομή, ιδίως για την αναζήτηση λείας 4. συνεκδ. αναζήτηση περιπέτειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cark] …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”